- ἀνάνδρου
- ἄνανδροςhusbandlessmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безмоужьнъ — (2*) пр. 1.Немужественный: мнѣ же ˫ако же видите. и тѣло ˫ако же ѥсть лѣтомъ. и недуго(м) и трудомъ изнурено. что же старцѣ вамъ. страшива и безмужна. и повсегда ˫ако же рещи оумирающю на всѩкъ д҃нь. (ἀνάνδρου) ГБ XIV, 128г. 2. Жен. Незамужняя,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πρόσχημα — το, ΝΜΑ [προέχω] πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην … Dictionary of Greek